- νομοθέτημα
- το (ΑΜ νομοθέτημα) [νομοθετώ]κείμενο που έχει τον χαρακτήρα νόμου, κανόνας δικαίου, αλλ. θετό δίκαιοαρχ.σύμβαση, ύπαρξη κατά σύμβαση («τά δὲ εἴδεα οὐ νομοθετήματα ἀλλά βλαστήματα», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νομοθέτημα — law neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθέτημα — το, ατος κανόνας δικαίου, νόμος που ισχύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομοθετημάτων — νομοθέτημα law neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθετήμασι — νομοθέτημα law neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθετήμασιν — νομοθέτημα law neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομοθετήματα — νομοθέτημα law neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακριβασμός — ἀκριβασμός, ο (Α) [ἀκριβάζω] 1. ακρίβεια, πιστότητα 2. θέσπισμα, νομοθέτημα, διάταγμα … Dictionary of Greek
εισηγητής — ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής) αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα νεοελλ. 1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ … Dictionary of Greek
επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… … Dictionary of Greek
ερμηνεία — η (AM ἑρμηνεία) [ερμηνεύς] 1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας 2. μετάφραση κειμένου 3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη 4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση τού… … Dictionary of Greek